Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας είναι η εξέταση η οποία γίνεται για τον έλεγχο της οστεοπόρωσης, μίας ασθένειας των οστών η οποία συμβαίνει όταν υπάρχει απώλεια ασβεστίου, με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται λεπτότερα και περισσότερο εύθραυστα.
Είναι μία μη επεμβατική και ακίνδυνη εξέταση διάρκειας 15 λεπτών, η οποία διαδραματίζει μείζονα ρόλο στον εντοπισμό της οστεοπόρωσης, πρωτίστως για τις γυναίκες, γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση αλλά μπορεί να εμφανιστεί – σε μικρότερο βαθμό – και σε άνδρες. Η περιορισμένη μείωση της πυκνότητας των οστών ονομάζεται οστεοπενία ενώ η πιο εκτεταμένη ονομάζεται οστεοπόρωση.
Να σημειωθεί ότι η οστική πυκνότητα αυξάνεται, και στις γυναίκες και στους άνδρες, μέχρι την ηλικία των 30 ετών και από εκεί και πέρα αρχίζει να φθίνει σταδιακά. Συγκεκριμένα στις γυναίκες, η μείωση της οστικής πυκνότητας επιταχύνεται μετά από την εμμηνόπαυση. Είναι χαρακτηριστικό ότι 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άντρες άνω των 50 ετών θα υποστούν οστεοπορωτικό κάταγμα.
Παράγοντες εμφάνισης οστεοπόρωσης, είναι:
- Το γυναικείο φύλο
- Η ηλικία (ο κίνδυνος αυξάνει μετά τα 50 χρόνια)
- Η ανεπάρκεια ορμονών (κυρίως οιστρογόνων) μετά από χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών ή μετά από πρόωρη εμμηνόπαυση
- Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
- Λεπτόσωμη διάπλαση
- Διατροφικά ελλείμματα (ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου ή βιταμίνης D)
- Ανεπαρκής σωματική άσκηση, καθιστικός τρόπος ζωής ή παρατεταμένη ακινησία στο κρεβάτι
- Κατάχρηση καπνού, κρέατος, οινοπνεύματος και καφέ
- Χρόνια λήψη ορισμένων φαρμάκων, όπως η κορτιζόνη